κίκκαβος

κίκκαβος
κίκκᾰβος, , name of a small coin used in the nether world, Pherecr. (ip.167 K.) ap.Poll.9.83; also,
A = κίμβιξ, Phot. s.v. κίμβικας :—hence [var] Dim. [full] κικκάβιν ( [full] -βιον): ἐλάχιστον, οὐδέν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίκκαβος — κίκκαβος, ὁ (Α) 1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη 2. κίμβιξ*, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία τού Φερεκράτη από τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • κίκκαβος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκάβους — κίκκαβος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικκάβινος — κικκάβινος, ίνη, ον (Α) [κίκκαβος] αυτός που αξίζει όσο ένας κίκκαβος*, ευτελής, ασήμαντος, μηδαμινός …   Dictionary of Greek

  • κικκάβιν — και κικκάβιον (Α) [κίκκαβος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάχιστον, οὐδέν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”